Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί την εξέταση όψεων της καρυωτακικής επίδρασης στην ποίηση του Λευτέρη Πούλιου, ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς ποιητές της Γενιάς του ’70. Από τα πρώτα ποιήματα του Πούλιου διακρίνεται μια έντονη τάση κοινωνικής αμφισβήτησης που σε ένα δεύτερο επίπεδο μετατίθεται στην αναίρεση της ίδιας της ύπαρξης. Χαρακτηριστικό του ποιητικού υποκειμένου είναι ότι δημιουργεί πεισιθάνατα τοπία που παραπέμπουν στα υπαρξιακά αδιέξοδα του ώριμου Καρυωτάκη της τελευταίας συλλογής.
Η νύχτα γίνεται σταθερός οδοδείκτης του Πούλιου, στοχεύοντας στην αποτύπωση του υπαρξιακού τίποτα. Χαρακτηριστικοί οι παρακάτω στίχοι από το ποίημά του «Ο φόβος»:
Χορεύω με το σκοτάδι μέσα στο σκοτάδι
γελάω
στενοχωριέμαι
χτυπιέμαι μ’ ένα ακαθόριστο συναίσθημα
έχω κομμάτια καλώδιου
αρπαζόμενα άγκιστρα
και μιζέρια
αργά περπατώντας τριγύρω στέκω δεμένος
ελευθερία είναι να τραγουδάς και
τρέμω τη μουσική γιατί είναι ποτάμι
και μπορεί να με σκίσει σαν κάμπο.[1]
Στο συγκεκριμένο ποίημα, σηματοδοτείται, μέσα από μια σκληρή διεργασία υπαρξιακής βυθοσκόπησης, η αναπότρεπτη πορεία του ποιητή προς το οντολογικό τίποτα. Βιώνει μια πνιγηρή καθημερινότητα που δεν τον εκφράζει, ταλανίζεται από την οδυνηρή αίσθηση μιας ανυπόφερτης πλήξης, γεγονός που τον οδηγεί στην πλήρη παραίτηση. Η απόλυτη κυριαρχία της νύχτας, υπό την μορφή του ολοένα και περισσότερο πυκνότερου ζόφους, συνιστά μια αμιγώς καρυωτακική επίδραση. Αξίζει να παρατεθούν προς σύγκριση οι ακόλουθοι στίχοι του Καρυωτάκη από το ποίημα «Επίκλησις»:
Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνότα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ’ απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.[2]
Ο μεσοπολεμικός ποιητής επικαλείται την υπερβατική νύχτα στην προοπτική συνένωσης με το συμπαντικό μηδέν και το άπειρο. Έχει χαθεί πια για κείνον, όπως και για τον Πούλιο, το φως της μέρας. Το μόνο που απομένει και για τους δύο ποιητές είναι το να εμπιστευτούν το νεκρικό σκοτάδι ως εφαλτήριο και συνάμα εχέγγυο για έναν άλλο κόσμο, περισσότερο ελπιδοφόρο. Η φράση του Πούλιου: «αργά περπατώντας τριγύρω» παραπέμπει στην ανάλογη καρυωτακική: «Περπατώντας αργά στην προκυμαία/ “υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”»,[3] σε παραπλήσια υποδήλωση απόγνωσης για μια ζωή που δεν παρέχει τίποτα φωτεινό και ελπιδοφόρο.
Αντίστοιχα, δυστοπικό κλίμα διαμορφώνεται και στο ποίημα του Πούλιου: «Ο θάνατος σούρθηκε στο γρασίδι», στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «χωρίς να κοιτάξω πίσω ξάπλωσα στο γρασίδι/πάνω μου στάθηκε ο θάνατος/Γύρισα πλευρό κι έκλεισα τα μάτια/μέσα μου στεκόταν ο θάνατος».[4] Σε αυτούς τους στίχους, τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου είναι δυσδιάκριτα, καθώς το ποιητικό εγώ ζει, αλλά ουσιαστικά είναι σαν να μην ζει, θέτοντας ταφόπλακα στην ίδια του την ύπαρξη. Κάθεται ξαπλωμένο στο γρασίδι, νιώθοντας τόση έντονη ψυχική δυσφορία και εσωτερική αποδιοργάνωση που θεωρεί ότι ήδη έχει μπει σε έναν τάφο.
Αντίστοιχα, στον Καρυωτάκη στο ποίημα: «Πρέβεζα», σκηνοθετείται η παντοδυναμία του θανάτου σε ένα πλήθος εικόνων, στις οποίες κάθε στιγμιότυπο ευχάριστης ζωής εξουδετερώνεται από την καταλυτική παρουσία του επερχόμενου τέλους. Στην ίδια γραμμή, πάλι στον Καρυωτάκη, στο ποίημα: «Δικαίωσις», η μακάβρια ατμόσφαιρα του ποιήματος αποτυπώνει ανάλογα το πρόσωπο που εγκαταλείπει την ζωή, νιώθοντας ήδη νεκρός, καθώς μεταβαίνει στην τελευταία του κατοικία: «Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω, και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου/ “Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου”/θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω».[5] Στο ποίημα του Πούλιου: «Ο ευγνώμων νεκρός», η ποίηση για τον δημιουργό αποδίδεται διφορούμενα, αφενός ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, μα από την άλλη τον βαραίνει έντονα υπαρξιακά, εντείνοντας το ψυχικό του αδιέξοδο, καθώς προσδιορίζεται σαν ταφόπλακα.[6]
Ανάλογα, για τον Καρυωτάκη η ποίηση επιτελεί αμφίδρομη λειτουργία είτε ανυψώνοντας τον ποιητή μέσω της έμπνευσης στους υψηλότερους πνευματικούς αναβαθμούς, μα από την άλλη μπορεί να τον καταβαραθρώσει στα απύθμενα όρια της ύπαρξής, πράγμα που εμπεριέχεται στο καρυωτακικό δίστιχο: «Μάς διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/είναι το καταφύγιο που φθονούμε».[7]
Στο ποίημα του Πούλιου: «Το πυρπολημένο σπίτι», περιγράφονται οι δύσκολες στιγμές που ζει ένας μοναχικός άνθρωπος, δημιουργώντας καρυωτακικούς συσχετισμούς: «Κατοικώ σ’ ένα χώρο από μαγνήσιο/και νιώθω πολίτης του σύμπαντος/κυκλωμένος από τη σκέψη μου/ορφανός από αγάπη».[8] Η μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου απηχεί το αντίστοιχο κλειστοφοβικό κλίμα του καρυωτακικού ποιήματος: «Όλα τα πράγματα μού έμειναν…», στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δεν μπαίνει/το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί/ στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει/ αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί».[9]
Η ψυχική απορρύθμιση στον Πούλιο με την διασταλτική έννοια στην απόδοση του κενού, φτάνοντας μέχρι το σύμπαν, αντιστοιχεί στην ανάλογη ένταση του καρυωτακικού ποιήματος: «Είμαστε κάτι…», στο οποίο περιγράφεται ότι: «Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες/υψώνονται σε δάχτυλα στα χάη/στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει/μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες».[10] Στις δύο περιπτώσεις, κάθε έννοια απόδρασης σε κάτι καλύτερο ακυρώνεται από την εμπεδωμένη αντίληψη της απόλυτης ερήμωσης.
Η έντονη επίδραση του Καρυωτάκη στον Πούλιο φαίνεται στο ακόλουθο ποίημα με τον εμβληματικό τίτλο: «Στον Καρυωτάκη», στο οποίο η έντονη εξομολογητική τάση είναι σαν να απευθύνεται ο ποιητής στον ίδιο τον εαυτό του, νιώθοντας σαν ένας άλλος Καρυωτάκης:
Κώστα, ξέρω τι είναι αυτό που έβαλε στα δάχτυλά σου
το περίστροφο. Οι άνθρωποι προσφέρουν τόσο αργά
λίγα ψίχουλα ευγένειας. Έρχονται στιγμές
που η Πρέβεζα με πλησιάζει και μένα επικίνδυνα.
Ήπιες τον καφέ σου στο καφενείο των απελπισμένων
με τη σιωπή σου με το άλγος σου.
Κρέμασες τους στίχους σου στα κρέπια της νύχτας
πήρες το καπέλο σου βιαστικά
και πήγες να συναντήσεις τον παλιό σου φίλο
το θάνατο για το στερνό ταξίδι
«στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει»
και η Δάφνη στεφάνωσε το φαλλό σου
στους κόλπους της λήθης.[11]
Στο παραπάνω ποίημα, είναι χαρακτηριστικό ότι ο νεότερος ποιητής απευθύνεται στον προγενέστερο ομότεχνό του σαν να είναι ακόμη ζωντανός, καθιστώντας την Πρέβεζα μετωνυμία θανάτου. Οι τόνοι απεύθυνσης είναι πολύ άμεσοι, ζεστοί και οικείοι. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση σε αυτούς τους στίχους είναι η αμφιλεγόμενη χρήση της λέξης: «λήθη», που μπορεί να ερμηνευτεί σαν πρόσκαιρη λησμονιά του ανθρώπου Καρυωτάκη από το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής του, όταν αφήνει τα επίγεια, αλλά ως αντιστάθμισμα υπονοείται η εξακολουθητική διάρκεια της ποίησής του, όπως υποδηλώνεται με την προσωποποίηση της λέξης: «Δάφνη». Ο Πούλιος αναγνωρίζει τον Καρυωτάκη, με άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές στο ποιητικό του έργο, ως σημαντικό ποιητή. Αντίστοιχα, και εκείνος χρησιμοποιεί την ποίηση ως μέσο απόδρασης σε έναν άλλο κόσμο, περισσότερο ονειρικό, έστω και αν ενδέχεται να εξακτινωθεί μέσω των στίχων του στο υπερβατικό άπειρο. Ίσως εκεί ελπίζει να συναντήσει τον μεσοπολεμικό ομότεχνό του που γνώριζε καλά να επιχειρεί συμπαντικές ποιητικές ανταποκρίσεις.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής.
[1] Λευτέρης Πούλιος, Ποιήματα, Επιλογή 1969-1978, εκδ. Κέδρος, 31982, σ.26.
[2] Κ.Γ.Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, Επίμ. Γ.Π.Σαββίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001 (Ανατύπωση), σ.92.
[3] Ό.π.σ.142.
[4] Πούλιος, ό.π.σ.46.
[5] Καρυωτάκης, ό.π.σ.115.
[6] Πούλιος, ό.π.σ.65.
[7] Καρυωτάκης, ό.π.σ.87.
[8] Πούλιος, ό.π.σ.76.
[9] Καρυωτάκης, ό.π.σ.66.
[10] Ό.π.σ.87.
[11] Πούλιος, ό.π.σ.102.