Ο Θωμάς Ιωάννου είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές της σύγχρονης εποχής. Δεν είναι τυχαίο που την τελευταία δεκαετία η φιλολογική κριτική έχει εστιάσει τόσο πολύ στις αρετές του ποιητικού του έργου. Η μουσικότητα, η υποβλητικότητα, η άψογη σκηνοθετική ενορχήστρωση των θεματικών του καταδεικνύουν τόσο ένα σπάνιο ποιητικό ταλέντο όσο και μια ποιητική ιδιοφυία. Η ευλυγισία των στίχων του οδηγεί στην απόλυτη προσαρμοστικότητα στο νέο περιβάλλον του μεταφράσματος, καθώς ποιήματά του συνεχώς μεταφράζονται χωρίς να χάνουν την μεταφυσική αίγλη του πρωτότυπου ούτε την οντολογική τους διείσδυση.
Ως προς το συγκεκριμένο ποίημα, που επιδιώκω περισσότερο να εντοπίσω κάποιους βασικούς ερμηνευτικούς δείκτες παρά να επιχειρήσω ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αυτό που κατά βάση αξίζει να ειπωθεί είναι ότι πρόκειται για το πιο σημαντικό ποίημα που έχει γραφεί ποτέ για τον Καρυωτάκη και ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα του 20ου και 21ου αιώνα. Ο Ιωάννου εδώ με μοναδική δεξιοτεχνία διαπερνά τις τεχνοτροπίες τόσο του ρεαλισμού όσο και του μοντερνισμού και μετατίθεται σε έναν σπάνιο υβριδικό χώρο μεταμοντέρνας, εξπρεσιονιστικής έκφρασης. Ο Καρυωτάκης για πρώτη φορά σε στίχους της νεοελληνικής ζωντανεύει όχι ως φάντασμα, αλλά ως αληθινή υπόσταση. Δεν αναπαρίσταται στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου, αλλά ανακλάται άμεσα στη συνείδηση του αναγνώστη.
Φεύγουμε από τις λογοτεχνικές νόρμες του εσωτερικού μονολόγου ή ακόμη και του άμεσου διαλόγου ποιητή με έναν άλλο ποιητή. Δεν πρόκειται εδώ μόνο για μια διακειμενική συνομιλία. Ο Καρυωτάκης με μοναδική μαεστρία από πλευράς Ιωάννου συνεχίζει να υπάρχει ποιητικά ως ο αρχετυπικός ποιητής που ποτέ δεν χάνεται όσο η ποίησή του είναι αυθεντική. Δεν εξετάζεται η αυτοχειρία, ούτε ενδιαφέρει τον Ιωάννου το ζήτημα της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη. Ο Ιωάννου είναι από τους λίγους ποιητές αλλά και έμμεσα, όπως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο μέσα στο ποίημα κριτικούς, που αναιρεί την πεισιθάνατη διάθεση που έχει καθιερωθεί από την κριτική για την ποίηση του Καρυωτάκη. Πεισιθάνατη δεν μπορεί να είναι μια ποίηση που έχει συνέχεια.
Η ποίηση του Καρυωτάκη έχει συνέχεια γιατί είναι μια ποίηση υπαρξιακά παρούσα. Σε αυτό συνίσταται η διαχρονικότητά της. Ο Ιωάννου καταγράφει με μοναδική ψυχογραφική οξυδέρκεια τους υπαρξιακούς κλυδωνισμούς της επανεμφάνισης του Καρυωτάκη ως ανιχνευτή της ανθρώπινης συνείδησης και των μεταπτώσεων του ανθρώπινου ψυχισμού. Το ποίημα ντύνεται με έντονη μεταφυσική χροιά που εξιλεώνει την ίδια την ποίηση ως ποιητική για τις μεγάλες δοκιμασίες που έχει υποστεί ανά τους αιώνες, στην ατέρμονη πάλη της με τον ίδιο τον εαυτό της, ώστε να βγει από την εσωτερική της αναμέτρηση αληθινή και να πείσει για την αυθεντικότητά της πρώτα την ίδια ως περιεχόμενο και ως ταυτότητα. Ο Καρυωτάκης είναι διαχρονικά παρών, η «Δευτέρα Παρουσία» του Ιωάννου το αποδεικνύει, ο Ιωάννου είναι αληθινά παρών ως ποιητής, με ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα των τελευταίων δεκαετιών, πετυχαίνοντας λογοτεχνικά την απόλυτη αληθοφάνεια στην μεταφυσική παρουσία του Καρυωτάκη, επιχειρώντας την οντολογική αποκατάσταση και δικαίωση του μεσοπολεμικού ποιητή.
Δευτέρα Παρουσία
Με χτύπησε στην πλάτη
Σαν φίλος απ’ τα παλιά
«Πώς κι από εδώ ξανά; τον ρώτησα
«Τη Δευτέρα Παρουσία μου στην πόλη σου
Είπα να την ψυχαγωγήσω μ’ ένα ποτό
Εξάλλου οι καφέδες πειράζουν τα νεύρα
Και μετά στριφογυρνάς στο μνήμα σου
Δεν ησυχάζεις ούτε εκεί
Ενοχλείς και τους νεκρούς
Και σε εξοστρακίζουν
Στους κατ’ επάγγελμα ζωντανούς
Υπάρχουν και κάποιοι που λένε τον καφέ
Όμως εγώ τη μοίρα μου την ήπια μονορούφι
Δεν καταδέχτηκα να μελετήσω τα σημάδια
Ή έστω να μου σφυρίξουν την απάντηση
Και πήγα αδιάβαστος
Άσε που παραμονεύει και το κατακάθι
Εκεί ποτέ δεν ξέρεις
Τι χθες σου επιφυλάσσει το αύριο
Ενώ μ’ ένα ποτό φτιάχνεις κεφάλι
Κι αποκτάς αυτή την κολλώδη ομιλία
Σα να μασάς την αλήθεια
Κι ύστερα τη φτύνεις στο χώμα
Σε κομματάκια χρησμών
Ενώ το χέρι σου
Πιο σίγουρο πιο ελαφρύ
Θα βρει το δρόμο της καρδιάς
Όμως ας μη χάνουμε καιρό
Άντε άσπρο πάτο να πιάσουμε
Αν τολμάς παίξε τη ζωή σου
Στη ρουλέτα της ποίησης
Βαλ’ το σιδερικό στο στόμα σου
Που βρωμίζεις με λόγια
Και κάνε την ψυχή σου να κελαηδήσει»
Άφησε τον οβολό του φιλοδώρημα
Στην γκαρσόνα με το ευκάλυπτο
Θρόισμα των μηρών
Και χάθηκε στα έγκατα της νύχτας
Πετώντας το ψάθινο καπέλο του
Στον ουρανό της Πρέβεζας
Πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου το περίστροφο
Και ζύγισα το βάρος της απόφασης
Όμως δεν ήξερα
Σε τι να το μετρήσω
Σε όνειρα ή σε λάθη
Και τι βαραίνει πιο πολύ
Στο ζύγι της ψυχής
Μακάριοι όσοι στα δάχτυλα
Παίζουν τη ζωή
Προς το παρόν γράφω ποιήματα
Για να ξεμουδιάσει το χέρι μου
Να είναι ζεστό κι ετοιμοπόλεμο
Όταν θα αποφασίσω
Να σκανδαλίσω τους πιστούς της ζωής[1]
Κοσμάς Κοψάρης
Δρ. Φιλολογίας Π.Ι., Υπ. Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., κριτικός Λογοτεχνίας-Θεάτρου-Κινηματογράφου.
[1] Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, εκδ. Σαιξπηρικόν, Δεκέμβριος 2011, Θεσσαλονίκη, σσ.66-68.