Στη Θράκη, πριν 100 περίπου χρόνια, οι ντόπιοι κάτοικοι, οι γηγενείς, οι Δυτικοθρακιώτες, εξαιρούμενοι της ανταλλαγής των πληθυσμών έμειναν στις εστίες τους αλλά άρχισαν να χάνουν σταδιακά (όσο το κράτος ανασκουμπωνόνταν) ένα μεγάλο μέρος της ελευθερία τους και να αντιμετωπίζονται σαν ξένοι στα ίδια χώματα που έθαψαν τους παππούδες τους και γέννησαν τα παιδιά τους. Από την άλλη, οι πρώτοι πρόσφυγες που περπάτησαν ως εκεί από την Ανατολική Θράκη και οι ανταλλαχθέντες που εγκαταστάθηκαν έπρεπε να χτίσουν από την αρχή τις εκκλησιές τους και να βλέπουν στα μάτια των ντόπιων που άνοιξαν τα σπίτια τους για να τους δώσουν το πρώτο κεραμίδι, την θύμηση και την απειλή ενός νέου ξεριζωμού. Μεγάλωσαν με το “εγώ μια φορά ξεριζώθηκα από το σπίτι μου”. Τέλος, οι έποικοι που μεταφέρθηκαν στη Θράκη μεταγενέστερα ήταν σκλαβωμένοι εξαρχής στον ρόλο του ακρίτα, του προστάτη των συνόρων και της γης, καθώς γι’ αυτό ακριβώς τοποθετήθηκαν εκεί, κουβαλώντας την ανάγκη και το καθήκον να γίνουν πιο ντόπιοι από τους ντόπιους, κι ας ήταν αρχικά ξένοι σε αυτόν τον τόπο.
Της Ελένης Κονιδάρη
Όπως ο εθνικισμός βαφτίζει το κρέας ψάρι και οικειοποιείται οτιδήποτε τον εξυπηρετεί για να φτιάξει το μύθο του και να επικρατήσει, έτσι και τώρα βάζει σημαία του το αντίθετο του. Προκύπτει λοιπόν μια μεγάλη ειρωνεία. Το μότο «100 χρόνια ελεύθερη Θράκη» μπορεί να γίνει ένα είδος εσωτερικού αστείου από αυτά που είσαι έτοιμος/η να γελάσεις στις πρώτες λέξεις, όπως, ας πούμε, όταν ακούς «μπαίνουν σε ένα μπαρ ένας Άγγλος, ένας Ιταλός κι ένας Έλληνας»
Ειρωνεία γιατί η Θράκη έχει υπάρξει αυτά τα 100 χρόνια από τις κατ’εξοχήν ανελεύθερες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Την ανελευθερία στην Θράκη την αναπνέεις όπως τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ στα πλακόστρωτα της Κομοτηνής. Η Θράκη είναι το πεδίο με τις μυστικές υπηρεσίες, τα μυστικά κονδύλια, τα μυστικά συμβούλια, τις μαύρες λίστες, τα «μη μιλάς τη γλώσσα σου», το πεδίο που η ανελευθερία σε αναγκάζει να αποδεικνύεις δύο φορές αυτό που είσαι, και να υπερασπίζεσαι διπλά το τι δεν είσαι. Είναι το μέρος που πρέπει κάθε επιλογή σου να καταδεικνύει το πιστοποιητικό φρονημάτων σου, αν θες να έχεις ψωμί στο τραπέζι σου.
Θα λένε κάποιοι ότι γράφω αναφερόμενη – μόνο- στη μειονότητα, αυτή με τις σβησμένες και κατεβασμένες πινακίδες, τους βανδαλισμένους τάφους, τα τζαμιά με τις γουρουνοκεφαλές, αυτή την αποκλεισμένη για χρόνια σε επιτηρούμενες ζώνες, αποκλεισμούς και διακρίσεις, ας το πούμε γλυκά: «διοικητικές οχλήσεις». Και να που, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, οι μηχανισμοί του κράτους αποδεικνύουν πάλι ότι όταν λένε ελευθερία για το έθνος-κράτος εννοούν τη σύνθλιψη όποιου/ας η μαμά δεν μιλά Ελληνικά και φτιάχνει Ασουρέ αντί για Βαρβάρα το Δεκέμβρη. Γιατί αυτή η μειονότητα σίγουρα δεν χάρηκε ελευθερία και στα 100 χρόνια της διαδρομής, που γίνεται επέτειος κι εορτασμός, αποκλείεται κι εξαιρείται, όχι μόνο από τους συσχετισμούς και συνειρμούς της λέξης «ελεύθερη» αλλά και προγραμματικά καθώς η επιτροπή σχεδιασμού των εορτασμών επιλέχθηκε από την περιφέρεια Αντολικής Μακεδονίας – Θράκης να απαρτίζεται μόνο από πλειονοτικούς (όπως και οι δημιουργοί του σχετικού λογότυπου). Ούτε τα προσχήματα, δηλαδή: η εξαίρεση είναι ρητή και σαφής.
Ας γιορτάζαμε 100 χρόνια συνύπαρξης στη Θράκη κι ένωσης της στον εθνικό κορμό με τα στραβά και τα καλά με τις μαύρες και τις φωτεινές μέρες. Θα ήταν κάπως πιο συμπεριληπτικό, ας πούμε, αλλά γιατί οι κρατικοί μηχανισμοί το 2020 να έχουν αναφορά στη συμβίωση ή μια οργανωτική επιτροπή που να αντανακλά το σύνολο των Θρακιώτικων ταυτοτήτων; Μήπως 100 χρόνια «Ευρωπαϊκής πορείας» και ‘απελευθέρωσης’ από τα οθωμανικά «σκοτάδια» δεν μας έφτασαν για να μάθουμε τίποτα καινούριο ή καλύτερο;
Πριν με κατηγορήσουν και σταυρώσουν οι πατριώτες, δεν κάνω λόγο – μόνο – για τους μειονοτικούς, που θα περίμενε κανείς 100 χρόνια μετά να είχαμε χωνέψει ότι η Θράκη είναι και δική τους. Μιλάω και για τους Δυτικοθρακιώτες Χριστιανούς Ορθόδοξους με μητρική γλώσσα τα Ελληνικά που νιώθουν να ταυτίζονται ιδεολογικά με τους κάτω από το Νέστο πατριώτες. Κι αυτοί έχουν κουβαλήσει και κουβαλούν τη δική τους φυλακή «στην πολιτικά ευαίσθητη περιοχή» που τους έλαχε να κατοικούν. Τη χρόνια καθήλωση της περιοχής έξω από τα αναπτυξιακά έργα, τους μουσουλμάνους που πρέπει να ανεχτούν και «τους πάνε πίσω», την αγωνία να ελληνοποιήσουν και εκχριστιανίσουν ότι μπορούν για να νιώθουν ασφάλεια, σε κάθε περίπτωση ένα ιδιαίτερο καθεστώς ζωής σε μια ζώνη πρακτορευόμενη πολύ προτού αρχίσουν να πρακτορεύονται τα Εξάρχεια. Μάθαν κι αυτοί να ζουν φυλακισμένοι νιώθοντας εξόριστοι και να λένε «εγώ τι φταίω;» γιατί κανείς/μία δεν έμαθε σε κανέναν/μία, από όπου κι αν κρατά η σκούφια του/της, πώς να ζει ελεύθερα και όχι δεμένος/η στα δεσμά του εθνικισμού και κυρίως στα δεσμά του φόβου που ο πρώτος συστηματικά καλλιεργεί.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από το να γεννιέσαι ανελεύθερος. Γιατί από τη γέννα σου στη Θράκη, είτε στο σπίτι που φτιάχνει τις πίτες λεπτές, είτε στο σπίτι που φτιάχνει τις πίτες παχιές, είσαι επιφορτισμένος/η να επιτελέσεις έναν ρόλο και ενίοτε να ακροβατήσεις ανάμεσα στο ήρωας/ίδα και το προδότης/ρια, στο ορατός/η και το αόρατος/η, όταν απλώς θες να είσαι εσύ και να γίνεις κάτι δικό σου και όχι ό,τι σου επιτάσσεται ή σου επιτρέπεται ή προβλέπεται ή πρέπει να καταρρίψεις. Γεννιέσαι μέσα στην ιστορία, το τραύμα, τη μνήμη ή το φόβο που κουβαλάει η οικογένεια σου σε ένα χώμα που δεν είναι γόνιμο, αλλά «ευαίσθητο».
Τι σημαίνει ζωή με ελευθερία; Τι σημαίνει ελεύθερη γη;
*Η Ελένη Κονιδάρη εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή, μια έρευνα στη Θράκη, εξετάζοντας πώς άνθρωποι εκεί προσπάθησαν να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που προβλέπονταν για εκείνους, πώς πορεύτηκαν μέσα κι έξω από τις φυλακές τους. Σε αυτούς, και τις ιστορίες τους, αφιερώνει το άρθρο.