Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας στη βρετανική οικονομία οξύνεται ενόψει του Brexit, καθώς επιχειρήσεις και βιομηχανίες διστάζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε νέες τεχνολογίες λόγω της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας που επικρατεί για τους όρους αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. Aνεξάρτητα από το Brexit, όμως, η Βρετανία έχει ήδη σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της παραγωγικότητάς της. Είναι επιτακτική η ανάγκη για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών ώστε να μη συνεχίσει η χώρα να παρουσιάζει τις χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους G7, δηλαδή τις επτά ισχυρότερες οικονομίες στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ρομπότ – τεχνητή νοημοσύνη
Τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις της Βρετανίας πρέπει να λειτουργούν αποτελεσματικότερα και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον με τη χρήση της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, τονίζουν οι οικονομολόγοι που φοβούνται πως η χώρα θα μείνει στο περιθώριο του ανεπτυγμένου κόσμου. Σύμφωνα με στοιχεία του πρακτορείου Bloomberg, για το 2017 προκύπτει πως οι Γάλλοι ήταν αποδοτικότεροι στην εργασία τους διότι παρήγαγαν περισσότερο μολονότι εργάστηκαν λιγότερες ώρες –κατά 10%– από τους Βρετανούς. Ερευνα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, η οποία μετρά τον αριθμό των ρομπότ ανά 10.000 εργαζομένους, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Βρετανία υστερεί σοβαρά στον αυτοματισμό έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών οικονομιών. Διατηρεί την 22η θέση όταν η Γερμανία είναι 3η στην παγκόσμια κατάταξη. «Εάν η Βρετανία επιθυμεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι οικονομιών που επενδύουν στη σύγχρονη τεχνολογία τότε θα πρέπει να κάνει το ίδιο», σχολιάζει ο Ραμ Ράμαμουρθι, ερευνητής και ακαδημαϊκός στο Κέντρο Ρομποτικής του Εδιμβούργου.
Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας στη Βρετανία έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Εκεί αποδίδεται η χαμηλή αύξηση των πραγματικών μισθών επί σειράν ετών και κατ’ επέκταση η αύξηση των δανείων στα νοικοκυριά της χώρας. Μεταξύ 2010-15, η παραγωγή ανά εργατοώρα κατέγραψε αμυδρή άνοδο της τάξεως του 0,2% ανά έτος έναντι του αντίστοιχου 2,4% την περίοδο 1970-2007. Το διάστημα του τριμήνου που έληξε τον Σεπτέμβριο, η παραγωγικότητα των Βρετανών κατρακύλησε στο χαμηλό διετίας, σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας που ανακοινώθηκαν έναν μήνα πριν.
Σε γενικές γραμμές, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας βαδίζει στο ένα δέκατο του μέσου όρου που ισχύει μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Παράλληλα, όμως, η απασχόληση στη Βρετανία έχει αυξηθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Από τη μια πλευρά, δηλαδή, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 4% το τρίμηνο που έληξε τον Νοέμβριο, αντανακλώντας το χαμηλό 49ετίας.
Από την άλλη πλευρά, δεν γίνονται οι κατάλληλες επενδύσεις στην τεχνολογία και στην εκπαίδευση των εργαζομένων για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και άρα οι μισθοί των εργαζομένων, επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές. Η αύξηση των μισθών κατά 3,3% που καταγράφηκε τον Νοέμβριο από πέρυσι συνέβη μετά ένα μεγάλο διάστημα. Είχε προηγηθεί μείωση των πραγματικών μισθών καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017 και τους πρώτους μήνες του 2018.
Η συμβουλευτική εταιρεία McKinsey υπολογίζει πως σχεδόν κάθε αύξηση της ανάπτυξης στο μέλλον θα πρέπει να πηγάζει από την αύξηση της παραγωγικότητας, ούτως ώστε να καταγράφονται τα υψηλά ποσοστά που ίσχυαν στο παρελθόν. To Βrexit, ωστόσο, διαδραματίζει ανασταλτικό ρόλο σε όποια σχέδια και εάν είχαν οι ξένες και βρετανικές εταιρείες στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κλάδος αυτοκινητοβιομηχανιών, ο οποίος είναι από τους πρώτους που έχει ενσωματώσει τον αυτοματισμό. Στη Βρετανία, οι επενδύσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών μειώθηκαν πέρυσι κατά 46,5% στα 588,6 εκατ. στερλίνες από το 1,1 δισ. το 2017. «Μέρος της ζημίας στη βρετανική οικονομία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ακόμη και εάν η Βρετανία παραμείνει στην Ε.Ε.», σχολιάζει ο Νταν Χάμσον του Bloomberg Economics.
Πηγή: Καθημερινή