Είναι δύσκολο να είναι κανείς δάσκαλος μέσα σε μία τάξη που αποτελείται από 25 ως 30 παιδιά και ο ρόλος του δασκάλου γίνεται ακόμα πιο δύσκολος, όταν μέσα σε αυτήν την τάξη υπάρχει και ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ, καθώς προκαλείται σύγχυση και μερικές φορές εξουθένωση. Πάραυτα, ο δάσκαλος μπορεί να διαχειριστεί κάποια συμπτώματα της διαταραχής μέσα στην τάξη και ένα πρώτο βήμα αποτελεί η κατανόηση της ίδιας της διαταραχής.
Παρά την αυξανόμενη ενημέρωση για τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, πολλά παιδιά παραμένουν χωρίς τη διάγνωση. Ταυτόχρονα, οι γονείς εξακολουθούν να βλέπουν τα παιδιά τους να αποδίδουν χαμηλότερα των δυνατοτήτων τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεγάλη ένταση στο σπίτι. Η επέκταση της δυσκολίας εξαρτάται από την ένταση του προβλήματος του παιδιού και από τον τρόπο διαχείρισης της συμπεριφοράς και τον τρόπο εκπαίδευσης. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την έμφυτη προδιάθεση, αλλά σίγουρα μπορούμε να προσαρμόσουμε το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον, έτσι ώστε να βοηθήσουμε τα παιδιά αυτά να συμπεριφέρονται και να επιτυγχάνουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Πολύ συχνά τα παιδιά κινούνται νευρικά στις καρέκλες τους και κοιτούν έξω από το παράθυρο.
Μερικές φορές τα παιδιά στις πρώτες τάξεις του δημοτικού δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν την εργασία τους ή σηκώνονται από τις θέσεις τους. Αυτές οι συμπεριφορές μπορούν να χαρακτηριστούν ως φυσιολογικές. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε παρόμοιες συμπεριφορές όταν ήμαστε παιδιά. Γενικά, τα περισσότερα παιδιά χρειάζονται απλά μία ευγενική υπενθύμιση για να γυρίσουν πίσω στην εργασία τους.
Οι δάσκαλοι είναι οι πρώτοι συνήθως που αναγνωρίζουν ή υποψιάζονται τη ΔΕΠ-Υ στα παιδιά. Αυτό συμβαίνει επειδή τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ επηρεάζουν τη σχολική επίδοση του μαθητή, καθώς η διαταραχή αυτή επηρεάζει την ικανότητα της μάθησης και της παραμονής σε μία δραστηριότητα. Καθώς οι δάσκαλοι δουλεύουν με πολλά διαφορετικά παιδιά, γνωρίζουν πως οι μαθητές συμπεριφέρονται μέσα σε μία τάξη που απαιτείται συγκέντρωση και αυτοέλεγχος. Έτσι, όταν παρατηρούν κάτι το διαφορετικό σε έναν μαθητή ενημερώνουν τους γονείς. Παρόλα αυτά, δεν έχουν την ευθύνη και την αρμοδιότητα να κάνουν διάγνωση της διαταραχής, αλλά μπορούν να ενημερώσουν τους γονείς για τις παρατηρήσεις τους και οι γονείς με τη σειρά τους να πάρουν μία γνώμη από έναν ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ, ο οποίος θα αξιολογήσει το παιδί στον τομέα αυτό. Αρχικά, βεβαιωθείτε ότι ο μαθητής έχει διαταραχή ελλειμματικής προσοχής.
Σίγουρα η διάγνωση δεν αφορά το ρόλο του δάσκαλου, αλλά μπορεί και πρέπει να κάνει ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο γονέας έχει ελέγξει την ακοή και την όραση του παιδιού πρόσφατα, καθώς και να βεβαιωθεί ότι έχουν αποκλειστεί άλλου τύπου διαταραχές. Κατόπιν, ενισχύστε την υποστήριξη που μπορείτε να έχετε ή να σας παρέχουν. Φροντίστε να συμβουλεύεστε σχετικά έναν επαρκώς καταρτισμένο ειδικό,( λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, παιδίατρο κ.ά.). Σημαντικό ρόλο έχει η εμπειρία του λογοθεραπευτή πάνω στη συγκεκριμένη διαταραχή, έτσι ώστε να σας ακούσει και να σας συμβουλεύσει κατάλληλα. Η υποστήριξη των γονέων και των δασκάλων είναι πολύ σημαντική. Επίσης, είναι χρήσιμο να γνωρίζετε τα όρια σας. Μην φοβάστε να ζητάτε βοήθεια.
Σαν γονείς και δάσκαλοι, δεν απαιτείται από εσάς να είστε ειδικοί στη ΔΕΠ-Υ. Να νιώθετε άνετα να ζητάτε βοήθεια όταν τη χρειάζεστε. Τέλος, ρωτήστε το παιδί τι θα το βοηθήσει. Αυτά τα παιδιά είναι συνήθως πολύ έξυπνα και διαισθητικά. Μπορούν να σας πουν με ποιο τρόπο μαθαίνουν ,όταν τα ρωτήσετε. Προσπαθήστε να μιλήσετε σε ατομικό επίπεδο και συζητείστε με το παιδί ποιος τρόπος μάθησης του ταιριάζει. Επιπροσθέτως, με τα μεγαλύτερα παιδιά επιβεβαιωθείτε ότι το παιδί κατανοεί τι είναι η ΔΕΠ-Υ. Αυτό θα βοηθήσει και τους δύο αρκετά. Αφού λοιπόν γίνει αντιληπτή η διαταραχή, οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν το παιδί με ΔΕΠ-Υ μέσα στην τάξη. Το πιο σημαντικό είναι να εξασφαλίσουν ένα ήρεμο, δομημένο περιβάλλον με ξεκάθαρες, συνεχείς και τακτικές ρουτίνες.
Χαρακτηριστικά παιδιών με ΔΕΠ-Υ.
Το συμπέρασμα είναι πως οι μαθησιακές και κοινωνικό-συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το υπερκινητικό παιδί, μπορούν συνήθως να αποκατασταθούν με προσεκτικά οργανωμένη αντιμετώπιση και υπό την καθοδήγηση των γονέων και των δασκάλων από τους ειδικούς (λογοθεραπευτή-εργοθεραπευτή).
Έτσι, θέτοντας σε εφαρμογή απλούς χειρισμούς, που θα βοηθήσουν το παιδί να νιώσει άνετα, θα καταφέρει στόχους και θα νιώσει ικανοποίηση.
Η συχνή επανάληψη των οδηγιών, τα τακτικά διαλείμματα κατά τη μελέτη, ο επιμερισμός ενός μεγάλου στόχου σε μικρότερους, η συχνή ανατροφοδότηση, η χρησιμοποίηση λίστας και προγραμμάτων, η επιβράβευση αντί για τη ματαίωση, είναι μερικές από τις τεχνικές που θα ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού και θα του δημιουργήσουν το αίσθημα της ασφάλειας, το οποίο τόσο πολύ έχει ανάγκη.
Ροδάνθη Σωτηροπούλου
Λογοθεραπεύτρια