Γράφει ο Γρηγόρης Αυδίκος
Μετά την πολιτική απόφαση του Πρωθυπουργού για συμφωνία με τους δανειστές πολύ μελάνι χύθηκε και πολλά ειπώθηκαν γύρω από αυτήν. Είναι τελικά αυτή σωστή ή λανθασμένη επιλογή, πρόκειται για απόφαση εθνικής ευθύνης ή για προδοτική ενέργεια, αποτελεί επιλογή του λιγότερου κακού τη δεδομένη χρονική στιγμή ή το επιστέγασμα της εγκατάλειψης του προγράμματος της Θεσσαλονίκης; Οι χαρακτηρισμοί αυτοί και πολλοί άλλοι ακούστηκαν, γράφτηκαν, διαδόθηκαν ευρέως τον τελευταίο καιρό άλλοτε με μετριοπάθεια, και άλλοτε συχνότερα με φανατισμό, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Τι τελικά ισχύει;
Όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και σε αυτό το θέμα, η κρίση για την απόφαση για συμφωνία φιλτράρεται μέσα από το εκάστοτε πρίσμα θέσεων από το οποίο βλέπει κανείς συνολικά τα πράγματα, μέσα, αν θέλετε από την οπτική γωνία από την οποία επιλέγει να εστιάσει. Κρίσιμο επομένως, είναι το τι επιζητεί κανείς και πως νομίζει ότι πρέπει αυτό να επιτευχθεί. Ειδικότερα:
Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις εξουσίας (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) και οι δορυφόροι τους (Ποτάμι) , έχουν, όπως είναι γνωστό, πάγια θέση την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. και μάλιστα με κάθε τρόπο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, με κάθε τίμημα. Υπό την οπτική αυτή γωνία ασφαλώς θεωρούν αναγκαία τη συμφωνία και όχι την ρήξη, παρά την όποια μικροπολιτική κριτική ασκούν στην κυβέρνηση για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας. Λησμονούν βέβαια, μεταξύ άλλων, ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη με κάθε κόστος (π.χ. αδιέξοδη λιτότητα) δεν αποτελεί στρατηγική εθνικής ευθύνης αλλά εθνικής καταστροφής, ότι η Ε.Ε. πάντοτε είχε δημοκρατικό έλλειμμα (βέβαια όσοι το σημειώναμε θεωρούμασταν έως και γραφικοί) το οποίο σήμερα τείνει να αποκτήσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και ότι ένα σημαντικό πλέον μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν βλέπει το ευρώ και την Ε.Ε. ως μοναδική επιλογή.
Το ΚΚΕ θεωρεί την ιδέα για συγκρότηση κυβέρνηση της αριστεράς ως ρεφορμισμό, την όποια προσπάθεια για δράση στα πλαίσια του παρόντος συστήματος προς όφελος του λαού ως αυταπάτη και ως εκ τούτου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση αδιαφορώντας για το περιεχόμενο της συμφωνίας (Όχι στην πρόταση της κυβέρνησης, Όχι στην πρόταση των δανειστών), θεωρώντας εκ προοιμίου την λαϊκή εξουσία βασική συνιστώσα για την αντιμετώπιση της παρούσας κατάστασης. Λησμονεί βέβαια, ότι η δημιουργία ενιαίου μετώπου με άλλες πολιτικές δυνάμεις (π.χ. σοσιαλδημοκρατία) ως τρόπος προώθησης της υπόθεσης της λαϊκής εξουσίας και η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης είναι ζητήματα που έχει ήδη επιλύσει θεωρητικά η πρώτη μεγάλη γενιά των επαναστατών του 20ου αιώνα (Λένιν, Λούξεμπρουγκ κ.α.) και έχει επισφραγίσει πρακτικά η επόμενη (Δημητρόφ) και οι οποίες θεωρούν ότι τόσο το μέτωπο όσο και η αριστερή κυβέρνηση αποτελούν μορφές προώθησης της πάλης για λαϊκή εξουσία. Με την αποχή από την πολιτική έως ότου έρθει η ώρας της λαϊκής εξουσίας, μεταθέτει την επίλυση των προβλημάτων σε ένα αβέβαιο μελλοντικό χρόνο ενώ παράλληλα αφοπλίζει την υπόθεση της λαϊκής εξουσίας από τους τρόπους να φτάσεις σε αυτή. Έτσι η λαϊκή εξουσία θα πρέπει να επέλθει εκ θείου θαύματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα πολυτασικό, πολυσυλλεκτικό (γεγονός που προσφέρει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα), έφτασε στο σημείο μηδέν, όπου ήρθε η ώρα να επιλέξει τι είδους κόμμα θέλει να είναι αλλά και κυρίως ποιός θέλει να είναι ο στρατηγικός του στόχος, αν δηλαδή θα περιοριστεί σε προοδευτικό μετριασμό του νεοφιλελευθερισμού ή αν θα θέσει τις βάσεις για την συγκρότηση μιας κοινωνίας με θεμέλιο τις αξίες τις αριστεράς.
Πολλοί λένε ότι η συμφωνία τέμνει το παραπάνω σημείο καμπής υπέρ απλώς της προοδευτικής διαχείρισης. Δεν έχουν, κατ’ αρχήν άδικο, να υποστηρίζουν ότι εγκαταλείφθηκε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ότι η κυβέρνηση πράττει αντίθετα με την με όσα εξήγγειλε κλπ. Από την άλλη όμως διαπράττουν το θανάσιμο αμάρτημα της αριστεράς, δεν αντιλαμβάνονται σε όλη την (έως και επώδυνη) έκταση την διάσταση της τακτικής από την στρατηγική. Οι δυσκολίες που θέτει εξ’ αρχής η παρούσα συγκυρία (αρνητικοί συσχετισμοί δυνάμεων, επάλληλα στρώματα εξάρτησης του εθνικού κράτους, περιορισμένος χρόνος, πενιχρά οικονομικά) δημιουργούν την ανάγκη για την δημιουργία και ανάπτυξη μιας μακρόπνοης τακτικής της αριστεράς που βήμα βήμα θα δημιουργήσει τις ρωγμές στις παραπάνω δυσκολίες και θα δημιουργήσει του όρους για την αντιμετώπιση τους. Οι συμβιβασμοί, ασφαλώς, μπορεί να είναι μέρος αυτής της μακρόπνοης τακτικής. Αρκεί βέβαια μια τέτοια αριστερά να μην χάνει τον στρατηγικό της στόχο, που δεν μπορεί να είναι ο προοδευτικός μετριασμός του νεοφιλελευθερισμού. Αν λοιπόν σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ:
– κατασταλάξει ότι το ευρώ δεν είναι μονόδρομος και το προπαγανδίσει σε βάθος τετραετίας
– ότι η ρήξη με την Ε.Ε. μπορεί να είναι αναπόφευκτη
– εφαρμόσει μεσοπρόθεσμα το κυβερνητικό του πρόγραμμα
-δεν χάσει τον στρατηγικό στόχο ενός πραγματικού αριστερού κόμματος
-συγκροτήσει σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο
-πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση ενός μετώπου με τα παραπάνω χαρακτηριστικά
έχει τη δυνατότητα αφενός μεν να δικαιολογήσει βάσιμα τον ομολογουμένως ιστορικό συμβιβασμό που αποτελεί η νέα συμφωνία με τους δανειστές, αφετέρου δε να εξοπλίσει τον εαυτό του και την κοινωνία με τα εφόδια για την προοδευτική διέξοδο στο σημερινό αδιέξοδο.
Επομένως η συμφωνία δεν είναι θετική γιατί μας επιτρέπει να παραμείνουμε στην Ε.Ε. και το ευρώ, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος αυτού, ούτε είναι αρνητική ως εκ της φύσεως του ως συμφωνίας – συμβιβασμού, αλλά αποτελεί ένα ιστορικό συμβιβασμό. Το μέλλον θα δείξει αν αυτός θα καθαγιαστεί επιτυγχάνοντας ένα στρατηγικό στόχο ή αν θα αποτελέσει το σημείο καμπής της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα χάσει τον τακτικό και στρατηγικό προσανατολισμό του και μαζί του θα χάσει και η αριστερά μια ιστορική ευκαιρία για την συγκρότηση μιας μακρόπνοης αποτελεσματικής τακτικής και στρατηγικής, η οποία θα επιτρέψει ταυτόχρονα στην Ελλάδα να εξέλθει από την αδιέξοδη πολιτική που τρίτοι της επιβάλλουν.