Γράφει ο Χρήστος Τσούτσης
Με τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Εθνική Αντιπροσωπεία αργά το μεσημέρι της 25ηςτου Ιανουαρίου μπήκε ένα πρώτο τέλος σε μια συζήτηση που είχε ξανανοίξει το τελευταίο διάστημα για το Μακεδονικό. Πιο συγκεκριμένα κυρίαρχο επίδικο της συζήτησης υπήρξε η ονομασία της γειτονικής χώρας. Μιας συζήτησης ενός προβλήματος ,που ήρθε από το παρελθόν σε επίπεδο διμερών σχέσεων των δυο γειτονικών χωρών και ενός κρίσιμου θέματος που χαρακτηρίστηκε άλλωστε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 90’ ως «εθνικό».
Η Συμφωνία η οποία κυρώθηκε με 153 βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο έδωσε πράσινο φως επίσημα και από την χώρα μας στην μετονομασία της γειτονικής χώρας σε Βόρεια Μακεδονία. Μια νέα ονομασία που υπηρετεί την πάγια εθνική γραμμή και θέση για σύνθετη ονομασία με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, που είχε η Ελλάδα σε σχέση με τους Βόρειους γείτονες της. Η πάγια θέση αυτή ίσχυε και εύκολα το διαπιστώνει κανείς αν ανατρέξει στη ρητορική αλλά και στις θέσεις της Ελλάδας διαχρονικά όλων των κυβερνήσεων μετά και την Ενδιάμεση συμφωνία του 95’ και ακόμη περισσότερο μετά το «Βουκουρέστι». Επιπρόσθετα, όπως τονίζεται και από διαφόρους διανοούμενους, καθηγητές πανεπιστημίου και δημοσιογράφους τις τελευταίες ημέρες η ονομασία που προκρίθηκε είναι πολύ καλύτερη από παλιότερες προτάσεις, διότι στη σημερινή τελική πρόταση που πέρασε προστέθηκε για πρώτη φορά η απαίτηση να συνδυαστεί το όνομα με συνταγματικές αλλαγές στη γειτονική χώρα, γεγονός που επετεύχθη και ήταν κύριο πλήγμα στον εθνικισμό των γειτόνων.
Η όλη διαδικασία η οποία ξεκίνησε ξανά από τα τέλη του 2017 σε διαπραγματευτικό επίπεδο μεταξύ των κυβερνήσεων Ζάεφ και Τσίπρα ήρθε σε οριστικό τέλος την προηγούμενη βδομάδα. Απομένουν πλέον οι επίσημες τροποποιήσεις στο σύνταγμα της γείτονος χώρας να πάρουν μορφή, ώστε να έχουμε και το νέο Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας. Στο ΥΠΕΞ έχει αποσταλεί ήδη ρηματική διακοίνωση από την γειτονική χώρα για το θέμα των τροποποιήσεων.
Σε όλη αυτή την συζήτηση σημαντικό ρόλο πρέπει να τονίσουμε ότι διαδραμάτισε και το θέμα της σταδιακής ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ευρωαντλαντική συμμαχία του ΝΑΤΟ. Επομένως και οι ΗΠΑ αλλά και η Γερμανία( κυρίαρχες δυνάμεις της συμμαχίας) επιζητούσαν λύση όλο αυτό το χρονικό διάστημα στηρίζοντας την ολοκλήρωση της συμφωνίας, καθώς διαβλέπουν ότι η ένταξη της Β. Μακεδονίας σε ΝΑΤΟ αλλά και σε Ε.Ε αντίστοιχα θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση των σχεδίων επιρροής τους σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο στα Δυτικά Βαλκάνια. Η κριτική αναφορικά με το ρόλο του ΝΑΤΟ και τις ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων στο παρελθόν είναι βάσιμη καθώς και οι δυνάμεις αυτές ευθύνονται για τη δημιουργία του ονοματολογικού προβλήματος μετά τους πολυετείς πολέμους και τη διάλυση των χωρών στη Βαλκανική χερσόνησο και το διαμελισμό της πάλαι ποτέ ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.Η κριτική αυτή υιοθετείται από μια μερίδα πολιτών οι οποίοι αντιτίθενται στη συμφωνία διαβλέποντας τον επικίνδυνο ρόλο του ΝΑΤΟ και των συνεπειών του. Οι πολίτες αυτοί σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ταυτιστούν με εκείνους που ενστερνίζονται ακραίες υστερικές απόψεις με εθνικιστικά χαρακτηριστικά και περιεχόμενο που συναντήσαμε στα συλλαλητήρια στην Αθήνα και όχι μόνο τις τελευταίες ημέρες . Τέτοιοι συμψηφισμοί είναι αστείοι και λανθασμένοι από πολιτικής άποψης
Σε όλη αυτή την διαδικασία προς την ψήφιση της Συνθήκης-Συμφωνίας από τα εθνικά κοινοβούλια των δύο χωρών υπήρξαν και γκρίζα σημεία. Αυτά επικεντρώνονταν στον ελληνικό χώρο σε πολιτικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των κομμάτων και στο τοξικό και πολωτικό κλίμα αντιπαράθεσης με βουλευτές να μεταπηδούν σε άλλα κόμματα από αυτά με τα οποία εκλέχτηκαν(κυρίως από μικρότερα σε μεγαλύτερα. Αλλά και στην γειτονική χώρα ‘έκαναν το γύρο του κόσμου’ καταγγελίες περί χρηματισμού βουλευτών της αντιπολίτευσης( κόμμα Γκρουέφσκι) ώστε να ψηφίσουν θετικά στις συνεχείς ψηφοφορίες που διεξήχθησαν.
Με την επόμενη ημέρα να διαφαίνεται πλέον μπροστά μας και οι δύο χώρες θα προσπαθήσουν να καθορίσουν τη μεταξύ τους πορεία γύρω από την ενίσχυση των επενδύσεων , τη σύσφιξη φιλίας μεταξύ των λαών τους καθώς και την ανάπτυξη εμπορικών και αμυντικών σχέσεων. Αν με αυτή την επικύρωση οι αντιπαραθέσεις εντάθηκαν στο εσωτερικό των δύο χωρών, αύριο αυτού του είδους οι ψευτοαντιπαραθέσεις πρέπει να καμφθούν άμεσα τελειώνοντας μαζί τους και ορισμένες καριέρες πολιτικών ή και δημοσιογράφων που πόνταραν στους αμφότερους αλυτρωτισμούς και σε εθνικά ακροατήρια χωρίς να επιθυμούν την εξεύρεση λύσης εδώ και δεκαετίες.
Ο στόχος για το αύριο ας είναι για την Ελλάδα ,ως μια σπουδαία χώρα με σημαντικό πολιτισμικό υπόβαθρο, να επιστρέψει με αυτοπεποίθηση στα Δυτικά Βαλκάνια -χωρίς να συμμερίζεται το φόβο που καλλιεργούν οι κάθε λογής εθνικιστές.Ο δεύτερος στόχος ας είναι να παλέψουν τη βελτίωση της δικής τους διαβίωσης και οι δυο λαοί από κοινού κόντρα σε αφηγήσεις, που τους θέλουν ανίσχυρους και «πιόνια» σε μια έτοιμη σκακιέρα.
ΥΓ. Οι επιθέσεις σε σπίτια βουλευτών/τριών που ψηφίσαν την Συμφωνία από ακροδεξιές και νεοναζιστικές ομάδες ατόμων πρέπει όχι μόνο να είναι καταδικαστέες αλλά και να υψωθεί τείχος συνολικό απέναντι σε αυτήν την αθλιότητα από όλη την κοινωνία και τον δημοκρατικό κόσμο. Το αυγό του φιδιού είναι εδώ. Και η φασιστική απειλή πρέπει να αντιμετωπιστεί με όλους τους τρόπους.