Γράφει ο Ηλίας Χάιδας
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τον 7ο του 2015, είχε μια σειρά από συνέπειες μεταξύ των οποίων:
- τη βίαιη προσαρμογή σε μια λογική ήττας αγωνιστών που πάλευαν και προέβαλλαν την «αλλαγή του κόσμου» ως επιδιώξιμη και με προϋποθέσεις εφικτή δυνατότητα,
- τη διεύρυνση του πολιτικού προσωπικού που έστω και με δυσανεξία υλοποιεί τα μνημονιακά προγράμματα σε βάρος της εργασίας,
- τη μετατροπή ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς σε «προοδευτική συμμαχία» με τη συνέργεια ενός γνωστού από τα παλιά πασοκοδεξιού πολιτικού προσωπικού, με την εμπέδωση του ρόλου του ηγέτη – αρχηγού και
- εν τέλει με τη δραστική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, στον κοινωνικό ανταγωνισμό, υπέρ του κεφαλαίου «στην Ελλάδα και την Ευρώπη».
Είναι γεγονός ότι το ξεπέρασμα αυτής της κατάστασης, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Αποδεικνύεται καθημερινά ότι δεν αρκούν οι γενικές καταγγελίες, θα απαιτήσει χρόνο, προσπάθεια, ανάλυση και πρακτικές πολιτικού και κοινωνικού πειραματισμού.
Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές και τις βουλευτικές που θα ακολουθήσουν, στο έδαφος των οδυνηρών υπερ-πλεονασμάτων, που προέρχονται εκτός των άλλων από τη δραστική αύξηση των έμμεσων φόρων που πληρώνουν οι πολλοί, τη μείωση μισθών και συντάξεων κλπ, η Κυβέρνηση λαμβάνει, εντελώς συμπτωματικά, πριν τις εκλογές μέτρα «ανακούφισης», κατά τη λογική του ανέκδοτου του χότζα και του χωρικού που δεν τον χώραγε το σπίτι.
Ακόμα κι έτσι η όποια ανάσα που δίνουν στα πλέον ευάλωτα κοινωνικά στρώματα δεν υποτιμάται. Δεν νομίζω όμως, πως θα αδικούσε κανείς τους κυβερνώντες, αν έλεγε, ότι τελειώνοντας το εκλογικό έτος 2019 και εάν το ζητήσουν «οι αγορές» και οι «οίκοι αξιολόγησης» ή τα δημοσιονομικά πλεονάσματα βρεθούν σε δυσκολία, τότε είναι και γι’ αυτούς γνώριμος ο δρόμος της αύξησης των έμμεσων φόρων και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών.
Θα ήθελα με την ευκαιρία, να θυμίσω σε όσους/ες αισθάνονται δεσμευμένοι/ες από μια αριστερή οπτική στα πράγματα, ότι αυτές οι ιδέες και οι πολιτικές πρακτικές, δεν αμφισβητούν την «σχέση εκμετάλλευσης», που αποτελεί τον πυρήνα της λειτουργίας και της συσσώρευσης στον καπιταλισμό, αλλά κατατείνουν κατά διαστήματα, στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της συγκυρίας, στην άμβλυνση των ακραίων συνεπειών της και βέβαια στην ενσωμάτωση.
Στο έδαφος, πάντως και αυτών των μέτρων, με στόχο τη μείωση της εκλογικής διαφοράς με τη ΝΔ, η κυβέρνηση, έχει αποδυθεί σε μια τεράστια επιχείρηση προπαγάνδας, που ενσταλάζει στις συνειδήσεις των ανθρώπων συγκεκριμένα, συντηρητικά ιδεολογήματα:
- Πανηγυρίζει για την «έξοδο» από τα μνημόνια, αποκρύβοντας συνειδητά, ότι στην πραγματικότητα ουδεμία έξοδος υπήρξε, αλλά η κυβέρνηση ως καλός για το σύστημα μαθητής και εταίρος, ολοκλήρωσε την εφαρμογή τους και αυτά πλέον είναι εγκατεστημένα σαν μέτρα και δομές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και σαν δεσμεύσεις «αυξημένης» επιτήρησης μέχρι το 2060.
- Ότι η εφαρμογή των αντικοινωνικών μέτρων και δεσμεύσεων των μνημονίων, που υπόσχονται την πληρωμή του δημοσίου χρέους στο σύνολό του (που τώρα έγινε βιώσιμο!), μπορεί να συνυπάρξει, με πολιτικές «ανάτασης» της κοινωνίας και «εύρωστης» οικονομίας.
- Ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος και δεν είναι ο κατάλληλος καιρός, για ριζοσπαστικές πολιτικές στην «Ελλάδα και την Ευρώπη», αυτό που είναι ρεαλιστικό είναι η σύμπλευση με τη σοσιαλδημοκρατία –που μέχρι χθες απαξίωνε, σωστά, ως ένα από τους δύο πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση-, για «να αποτραπεί η επέλαση της ακροδεξιάς». Αποκρύπτουν, βέβαια το γεγονός ότι η απαξίωση της αριστερής διεξόδου που επέφεραν με την μνημονιακή τους προσαρμογή και κατ’ ακολουθίαν η αύξηση της ανισότητας και της φτώχειας, είναι όχι ο μοναδικός, αλλά ένας από τους βασικούς παράγοντες που τρέφουν τον ακροδεξιό, ρατσιστικό και φασιστικό λόγο.
Το γεγονός δε ότι η διαχειριστική των αντικοινωνικών μνημονίων Κυβέρνηση του, μετά τον 7ο του 2015, ΣΥΡΙΖΑ, κατορθώνει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα και να περιθωριοποιεί την Αριστερά, να εμφανίζει περίπου ως γραφικότητες τις αναγκαίες απέναντι στον καπιταλισμό πολιτικές, δεν είναι κυρίως ζήτημα αποκάλυψης και επιχειρημάτων, είναι ζήτημα πρωτίστως «υλικό»: συγκρότησης, ενός πολιτικά ορατού, πλουραλιστικού και πειστικού κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου, που θα προτάσσει τα σημερινά αιτήματα των εκμεταλλευόμενων τάξεων και θα συγκροτεί τις κοινωνικές συμμαχίες για ευρύτερους στόχους και μετασχηματισμούς, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η πολιτική πρακτική στο χώρο της αριστεράς.
Η ανάγκη συνάντησης σε μετωπική ή ανασυνθετική βάση, υπαρκτών σήμερα δυνάμεων της αριστεράς: οργανώσεων, συλλογικοτήτων, ανένταχτων, κοινωνικών αγωνιστών, επισημαίνεται σχεδόν από τους πάντες, η ετοιμότητα όμως και οι συγκεκριμένες πράξεις που να την υπηρετούν, είναι αναντίστοιχες.
Κοντινό παράδειγμα οι επερχόμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές (ας μη μιλήσουμε για τις ευρωεκλογές), όπου οι αναγνωρίσιμες εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις της αριστεράς, προτίμησαν να συγκροτήσουν κομματικούς κατά κανόνα συνδυασμούς, προσβλέποντας στη χρήση τους και σαν οργανωτικών μηχανισμών για τις ανεξάρτητες καθόδους στις γενικές εκλογές, παρά στη συμβολή τους στη συγκρότηση ανοιχτών κινήσεων – παρατάξεων, με δημοκρατικό πυρήνα τη συνέλευση. Πρωτοβουλίες που ως δημοτικές και περιφερειακές κινήσεις, μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να δίνουν αγωνιστική διέξοδο και προοπτική σε υπαρκτά προβλήματα, να εντάσσουν στη λειτουργία και τη δράσης τους ένα διάσπαρτο δυναμικό και να προετοιμάζουν ευρύτερες και πιο πειστικές πολιτικά συγκλίσεις.
Μπροστά στις δυσκολίες του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων στον πολιτικό – κοινωνικό ανταγωνισμό ένα δυναμικό της αριστεράς φαίνεται να καλοβλέπει, απροϋπόθετα, την ένταξη – ενσωμάτωση σε υπαρκτά ήδη σχήματα, θεωρώντας προφανώς αξεπέραστες τις παραπάνω δυσκολίες ή πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κερδηθεί χρόνος για την αναγκαία ανάκαμψη του κινήματος. Μάλλον ματαιοπονούν…
Κλείνοντας, θεωρώ ότι παρά τη σχετική ευφορία που δημιουργεί η ένταξη σε «ετοιμοπαράδοτους» (χωρίς δηλαδή τη βάσανο της συμμετοχής και της συνδιαμόρφωσης) κομματικούς συνδυασμούς ή σε ψηφοδέλτια που στήθηκαν την τελευταία στιγμή, το πρόβλημα της συγκρότησης ανταγωνιστικής αριστεράς, ως αναγκαίας αλλά όχι και ικανής συνθήκης για την ανάκαμψη του κινήματος θα βρεθεί μπροστά σε όλους μετά τις εκλογές, τις τρέχουσες και τις επερχόμενες.
Η ανάγνωσή του προβλήματος αυτού και η ετοιμότητα για ενωτικές απαντήσεις θα κρίνει αν βρισκόμαστε πιο κοντά στην εγκατάλειψη αυτάρεσκων «βεβαιοτήτων» και στην αναζήτηση των ρεαλιστικών βημάτων -που ανοίγουν χώρο στην προσέγγιση-, ή αν «το μέλλον», τουλάχιστον το κοντινό, έχει «πολλή ξηρασία», για τη μη ενσωματωμένη στο σύστημα αριστερά και το κίνημα.
Πρέβεζα 10 Μαΐου 2019
Ηλίας Χάιδας