Θέματα οικονομικής επικαιρότητας σχολίασε στο απογευματινό μαγκαζίνο του Prisma 91,6 ο έγκριτος οικονομολόγος με καταγωγή από τη Λευκάδα Kώστας Μελάς.
Σχολιάζοντας την έκδοση πενταετούς ομολόγου και στο ερώτημα εφόσον έχουμε πλεόνασμα για ποιο λόγο δανειζόμαστε, ο κ Μελάς απάντησε ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας το 2019 είναι περίπου 19 δις ευρώ. Τα επτά δισεκατομμύρια θα καλύψει το πρωτογενές πλεόνασμα, τα υπόλοιπα πρέπει να καλύψουμε με διάφορους τρόπους.
“Οι τρόποι αυτοί είναι ότι πρέπει να προσφύγουμε στις αγορές κι αν δεν μπορέσουμε να δανειστούμε υπάρχει το απόθεμα των περίπου 28 δις, για να πάρουμε κομμάτι από αυτά.
Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει εμείς να βγούμε στις αγορές, για να δείξουμε ότι μπορούμε να δανειστούμε, διαφορετικά θα είμαστε μία χώρα χωρίς κανονικότητα. Η ανάγκη να βγει η χώρα σε αγορές είναι πρωταρχική και αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς.
Στο ερώτημα εάν το επιτόκιο με το οποίο δανειζόμαστε είναι υψηλό ή χαμηλό, ανέφερε ότι αυτό εξαρτάται από το τι επιθυμεί ο καθένας από μας, ωστόσο το καθορίζουν αυτοί που δανείζουν σε ένα μεγάλο βαθμό, έστω και χειραγωγώντας διάφορα πράγματα.
Αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το επιτόκιο αυτό με το αντίστοιχο της Πορτογαλίας, αυτό μεθοδολογικά δεν είναι σωστό, καθώς δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το επιτόκιο που δανείζεται μία χώρα, η οποία εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια έχει βγει από το μνημόνιο, έχει κάνει μία εξαιρετική πορεία όσον αφορά τον αριθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ και τα δημοσιονομικά της αποτελέσματα.
Η Ελλάδα έχει μόλις τέσσερις μήνες που έχει βγει από το μνημόνιο και δεν είναι σωστό να συγκρίνουμε τις δύο χώρες. Όποιος το επικαλείται αυτό το κάνει μόνο για πολιτικούς λόγους, καθώς αυτό δεν είναι επιστημονικά αποδεκτό.
Αν δούμε τις αποδόσεις των ελληνικών πενταετών ομολόγων σήμερα, με την αντίστοιχη απόδοση των πορτογαλικών, όταν η δεύτερη χώρα βγήκε από το μνημόνιο, θα δούμε ότι η διαφορά δεν είναι παραπάνω από 1%.
Η Πορτογαλία τότε είχε μπει στην πιστωτική χαλάρωση και είχε βοήθεια από την Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα κάτι που συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να δούμε τις επιδράσεις στην Ελληνική οικονομία και όχι γενικά και αόριστα τι συμβαίνει σε άλλες οικονομίες.
Στην Ελληνική οικονομία υπάρχει μία ιδιομορφία, το ένα εκατομμύριο περίπου των επιχειρήσεων, έχουν κάτω από πέντε εργαζόμενους, επομένως εκεί το κόστος, εάν οι άνθρωποι αυτοί αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καθώς μόνο αυτούς αφορά, εκεί θα υπάρχει πιθανότητα μία δυσκολία να απορροφηθεί αυτό το κόστος σε αυτές επιχειρήσεις.
Σε μία άλλη σειρά βιομηχανικών ή πολυεθνικών επιχειρήσεων, που δεν αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, εκεί εκτιμώ ότι δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Άρα εδώ μένει να δούμε σε ποιους κλάδους ο κατώτατος μισθός βρίσκεται σε μία σχέση με το μέσο μισθό της οικονομίας που επιτρέπει την αύξηση του και που μας δείχνει την συνολικότερη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ο οποίος σημειωτέον είναι ο χαμηλότερος στην Ευρώπη.
Επομένως και εδώ υπάρχει ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να δούμε, καθώς θα μπορούσε η κυβέρνηση σε όσες επιχειρήσεις, κατηγορίας μέχρι 7 εργαζομένων, θα μπορούσε να το συνδέσει με μία μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε αυτές επιχειρήσεις.
Αυτά όμως είναι θέματα τα οποία δυστυχώς δεν συζητιούνται στον πολιτικό διάλογο στην Ελλάδα και όλοι λένε ότι είναι είτε καλό είτε άσχημο.
Είναι καλό ότι μία σειρά εργαζομένων θα πάρουν περισσότερα χρήματα, θα γίνει μία αναδιανομή του εισοδήματος, γιατί οι άνθρωποι οι οποίοι αμείβονται δεν μπορούν να ζήσουν με αυτά τα χρήματα και επομένως το 2019 θα έχουμε ένα σπρώξιμο του ΑΕΠ προς τα πάνω.
Εάν το 2020, έχουμε εφαρμογή του μέτρου μείωσης του αφορολογήτου εκεί πραγματικά θα μειωθεί το 11% της αύξησης Του κατώτατου μισθού, ωστόσο ακόμα δεν γνωρίζουμε Αν αυτό το μέτρο θα εφαρμοστεί.