Με μια αιφνιδιαστική κίνηση και χωρίς να εξηγήσει τους λόγους, η αλβανική κυβέρνηση απέλασε στα μέσα της εβδομάδας τον πρέσβη του Ιράν στα Τίρανα και ακόμη έναν διπλωμάτη, προκαλώντας κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά αποσπώντας τη δημόσια επιδοκιμασία των ΗΠΑ και του Ισραήλ, με τον πρόεδρο Τραμπ να στέλνει επιστολή στον πρωθυπουργό Εντι Pάμα. Η εκπρόσωπος του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών αιτιολόγησε την απόφαση με μια «κλισέ» σε τέτοιες περιπτώσεις διπλωματική διατύπωση, περί «δραστηριοτήτων βλαπτικών για την εθνική ασφάλεια της χώρας» και έσπευσε να ενημερώσει πως αυτή «ελήφθη έπειτα από διαβουλεύσεις με συμμαχικές χώρες».
Πιο αποκαλυπτικοί, όχι όμως και συγκεκριμένοι, στα συγχαρητήριά τους, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο και ο σύμβουλος ασφαλείας Τζον Μπόλτον, μίλησαν για «δύο Ιρανούς πράκτορες οι οποίοι προετοίμαζαν τρομοκρατική επίθεση στην Αλβανία». Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μάλιστα, κατηγόρησε με αφορμή (και) το συγκεκριμένο γεγονός το Ιράν για «επικίνδυνη συμπεριφορά στην Ευρώπη και σε ολόκληρη την υφήλιο». To Ισραήλ –που δεν θεωρείται άσχετο με την υπόθεση, καθώς, όπως αναφέρουν τα ΜΜΕ στα Τίρανα, οι υπηρεσίες του φέρονται να έδωσαν τις πληροφορίες για «προετοιμασία τρομοκρατικής επίθεσης» από το Ιράν– χαιρέτισε και αυτό την απέλαση. Η Τεχεράνη κατηγόρησε τα Τίρανα ότι «πουλήθηκαν» στους Αμερικανούς. Εχουμε μεταφορά της αμερικανοϊρανικής σύγκρουσης για την τρομοκρατία, με εμπλοκή και του Ισραήλ, στα Βαλκάνια; Ανησυχίες του είδους διαχέονται, μετά τις απελάσεις, στην περιοχή και πρωτίστως στην Αθήνα, που επ’ ουδενί δεν θα ήθελε στα σύνορά της μια εστία επώασης της διεθνούς τρομοκρατίας. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για όμορη χώρα με την οποία η Ελλάδα διατηρεί ισχυρούς δεσμούς και έχει σχεδόν ανοικτά τα σύνορά της, λόγω των μετακινήσεων εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Το τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τις απελάσεις μένει να αποκαλυφθεί, αν και στον πόλεμο της τρομοκρατίας ουδέποτε βλέπουν το φως τα όσα πραγματικά συμβαίνουν. Επί του παρόντος στα Τίρανα δύο είναι οι εκδοχές που συζητούνται. Η μία έχει να κάνει με το Ισραήλ και θέλει τους δύο διπλωμάτες να εμπλέκονται σε σχεδιαζόμενη απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου κατά την επικείμενη επίσκεψή του στα Τίρανα. Η άλλη, που θεωρείται η πλέον πιθανή, εμφανίζει τους απελαθέντες ως εμπλεκόμενους στην οργάνωση και εκτέλεση τρομοκρατικού χτυπήματος εναντίον των Ιρανών αντικαθεστωτικών μουτζαχεντίν που φιλοξενούνται στην Αλβανία και αποτελούν μόνιμο στόχο των μυστικών υπηρεσιών των μουλάδων της Τεχεράνης. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ήταν να επισκεφθεί την Αλβανία μέσα στο τρέχον έτος, όμως το ταξίδι ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή χωρίς τότε να δοθούν εξηγήσεις, γεγονός που επιχειρείται τώρα να συνδεθεί με σχεδιαζόμενη εναντίον του τρομοκρατική ενέργεια Ιρανών πρακτόρων, την οποία απέτρεψαν οι Ισραηλινοί.
Είχε προηγηθεί, το 2016, η ματαίωση του ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ Ισραήλ και Αλβανίας στη Σκόδρα για το Παγκόσμιο Κύπελλο, με παρέμβαση των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών που επικαλέστηκαν πληροφορίες ότι τρομοκράτες θα πραγματοποιούσαν επίθεση εναντίον της αποστολής.
Χτύπημα με μικρό ρίσκο
Και αν φαντάζει παράτολμη και μόνο η σκέψη να επιτεθούν οι Ιρανοί στον Νετανιάχου, ένα από τα πιο φυλασσόμενα πρόσωπα της υφηλίου, και μάλιστα στην Αλβανία, ενδεχόμενο χτύπημα στους παροπλισμένους πλέον συμπατριώτες τους «μουτζαχεντίν του λαού» που ζουν σε οικισμό του Δυρραχίου, ενδεχομένως, δεν θα ενείχε τόσο μεγάλο ρίσκο. Δεν πάει καιρός, εξάλλου, που οι αλβανικές αρχές δεν επέτρεψαν την είσοδο σε δύο Ιρανούς που ταξίδεψαν εμφανιζόμενοι ως δημοσιογράφοι, πλην όμως ήταν, κατά τα Τίρανα, πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών που είχαν ταξιδέψει για να πάρουν μέρος σε τρομοκρατική ενέργεια, υπό την καθοδήγηση των εκδιωχθέντων διπλωματών, εναντίον των «μουτζαχεντίν του λαού».
Οι 3.000 μουτζαχεντίν, σιίτες στο θρήσκευμα και σφοδροί πολέμιοι του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης, μετέβησαν στην Αλβανία οικογενειακώς προς «φιλοξενία» το 2016, κατόπιν αμερικανικής παρέμβασης. Στον πόλεμο Ιράν – Iράκ αντιτάχθηκαν με τα όπλα στο καθεστώς της Τεχεράνης και με τη λήξη του κατέφυγαν στο Ιράκ, απ’ όπου πραγματοποιούσαν δολιοφθορές εναντίον του Ιράν. Οι Αμερικανοί στην αρχή τούς ονόμασαν τρομοκράτες και το 2003, όταν εισέβαλαν στο Ιράκ και ανέτρεψαν το καθεστώς του Σαντάμ, που τους στήριζε καθότι και οι δύο ήταν εχθροί του Ιράν, τους αφόπλισαν κατ’ απαίτηση των σιιτικών κυβερνήσεων που εγκαταστάθηκαν στη Βαγδάτη και ήταν φίλα προσκείμενες στην Τεχεράνη.
Αλλαγή στάσης
Αργότερα οι ΗΠΑ τούς αποχαρακτήρισαν από τρομοκράτες, αλλά πλέον η παραμονή τους ήταν αδύνατη στο Ιράκ, καθώς το καθεστώς των σιιτών τούς έθεσε στο στόχαστρο και έτσι τους έστειλαν, έναντι γενναίας αμοιβής, στην Αλβανία.
Μερικοί τότε, εντός και εκτός Αλβανίας –και στην Ελλάδα– εξέφρασαν φόβους ότι η παρουσία των Ιρανών αντικαθεστωτικών σιιτών μόνος ως εστία ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης των γενικά φιλήσυχων Αλβανών μουσουλμάνων θα λειτουργήσει. Οι ίδιοι ωστόσο διακήρυσσαν ότι δεν είναι φανατικοί και μάλιστα, όταν η «Κ» τους είχε συναντήσει, το καλοκαίρι του 2016 στη συνοικία Μάμπρου των Τιράνων, ο εκπρόσωπός τους Μουχαμάτ Σαφάι είχε δηλώσει: «Θέλουμε να πούμε στον κόσμο ότι δεν είμαστε ούτε πολεμιστές, ούτε φανατικοί μουσουλμάνοι, ούτε τρομοκράτες». Η εξέλιξη, εφόσον φωτιστεί η υπόθεση, αναμένεται ενδιαφέρουσα. Σε κάθε περίπτωση η Αλβανία «αναρτάται» για ακόμα μία φορά στο κάδρο της διεθνούς τρομοκρατίας.
Πηγή: Καθημερινή