Μέχρι στιγμής έχω γευτεί όλους τους θανάτους, γράφει ο Έρμαν Έσσε(Όλοι οι θάνατοι). Και θα πεθάνω για μια άλλη φορά, συνεχίζει. Οι στίχοι σαν να γράφτηκαν κατόπιν παραγγελίας των θυμάτων σε εργατικά ατυχήματα. Παλιότερα είχαμε τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Το αίμα των εργαζομένων υπενθύμιζε την απρονοησία των ελεγκτικών μηχανισμών. Που γινόταν ούριος άνεμος στο κυνήγι μιας κερδοφορίας, που δε σεβόταν την ανθρώπινη ζωή.
Συνθήκες άσχημες που κάνουν τις ανθρωποθυσίες να επαναλαμβάνονται τακτικά. Στους νέους μινώταυρους των εργοταξίων. Που ζητάνε αίμα νέων ανθρώπων. Σαν αυτό που γίνεται στα έργα στην περιοχή της Πτολεμαϊδας. Που κινδυνεύουν να γίνουν οι σύγχρονοι μινώταυροι για τους εργολαβικούς εργάτες. Τους εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας. Που εργάζονται με ισχνή ασφάλιση. Με πλημμελή μέτρα ασφαλείας. Δουλεύοντας σε συνθήκες σωματικής και ψυχολογικής πίεσης. Μη χάσουν το ξεροκόμματο. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ανάμεσα στον κίνδυνο της απόλυσης και στο ρίσκο υπέρβασης της σωματικής καταπόνησης που μπορεί να προκαλέσει το μοιραίο.
Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους; Ο Καρυωτάκης δεν έχει αμφιβολία και δεν βάζει ερωτηματικό στον τίτλο του ποιήματός του. Για άλλα πράγματα. Την ίδια βεβαιότητα, προφανώς, έχουν και οι εργολάβοι. Από τη δική τους οπτική. Όσοι απασχολούν τους εργαζόμενους, που μετεωρίζονται κάθε μέρα στο χείλος της ανυπαρξίας. Κάθε στιγμή παλεύουν με τον θάνατο που καροδοκεί. Ξέρει αυτός. Γι’ αυτό και πίνει το καφεδάκι του στις εργολαβίες. Εκεί που η αυθαιρεσία, ο μη σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, δεν εκπλήσσει. Ξέρει, γι’ αυτό και παίρνει μαζί του τον Μινώταυρο. Δεν θα αργήσει η επόμενη ανθρωποθυσία.
Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου, τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου. Εικάζω πως ο πατέρας του νεαρού που χάθηκε πέρυσι στην Πτολεμαϊδα δεν γνωρίζει τον Καρυωτάκη. Όμως, θα έβαζε τους στίχους στην τσέπη του, να τους απαγγέλλει για προσευχή κάθε βράδυ μαζί με τα εγγόνια του. Ίσως για να μαλακώσει ο δικός του πόνος αλλά και να ησυχάσει η ψυχή του γιου του. Που ταλαιπωρείται κι ανησυχεί όσο βλέπει τη γυναίκα και τα παιδιά του να πεθαίνουν κάθε μέρα. Και πεθαίνει κι αυτός κάθε μέρα. Με πολλούς τρόπους. Που βλέπει την ψυχή του να μη σταματάει το μοιρολόγι για τους νεκρούς και τους ζωντανούς συναδέλφους του. Κάθε μέρα κι ένας καινούριος θάνατος στους φακέλους της γραφειοκρατίας. Που υψώνει αμήχανα τους ώμους αποτινάσσοντας πολύ εύκολα την ευθύνη. Για τους ζωντανούς που κινδυνεύουν να βρεθούν στη χώρα των μακάρων. Αλλά και για τις οικογένειες των εργολαβικών θυμάτων που συνεχίζουν να αιμορραγούν. Χωρίς γονιό. Χωρίς ασφάλιση και πόρους για επιβίωση.