Ας ξεκινήσω με μία παραδοχή. Θα μπορούσε να γίνει η μεταφορά των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδος με απόφαση της Βουλής, όχι με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Κι ακόμη, θα μπορούσαν όσοι επιχειρηματολογούν για την ορθότητα του τρόπου να μη συγκρίνουν την επιλογή με ανάλογες πρακτικές στο παρελθόν από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Ωστόσο, παραμένει η ουσία του ζητήματος . Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ασφυκτική πίεση από σκληροτράχηλους εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού ,που κύρια φροντίδα τους είναι να φρονηματίσουν τους Έλληνες και τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή, πάρεξ η πιστή εφαρμογή όσων οι άρχοντες του νεοφιλελευθερισμού επιτάσσουν. Γνωρίζουν πως το πρόγραμμα απέτυχε, ξέρουν πως έχει δίκιο η κυβέρνηση, έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης, καθώς και το αδιέξοδο της ακολουθούμενης πολιτικής. Όμως, προέχει η διατήρηση της στρούγκας, η δικαίωση της αντίληψης πως όποιος βγαίνει έξω από το μαντρί , θα γίνει βορά των λύκων.
Αν αυτή η στάση μπορεί να γίνει κατανοητή-πάντα υπάρχουν οι στριφνοί δανειστές που εξοντώνουν τους δανειζόμενους-, αυτό που ξεφεύγει από τον κοινό, καλοπροαίρετο νου είναι η αντίδραση διαφόρων πολιτικών και αυτοδιοικητικών παραγόντων, οι οποίοι δεν ασκούν μόνο το επιβεβλημένο δικαίωμα της άσκησης κριτικής στις κυβερνητικές πράξεις. Κάποιοι από αυτούς δίνουν την εντύπωση ότι προσδοκούν σε δικαίωση των δανειστών, σε επιβολή των απόψεών τους σε βάρος του ελληνικού λαού.
Τρανό παράδειγμα είναι οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες, ιδίως όσοι διεκδικούν ηγετικό ρόλο στα κόμματα της προηγούμενης κυβέρνησης. Σε μια φάση που η χώρα δίνει αγώνα επιβίωσης, κάποιοι απ’ αυτούς επέλεξαν τις κοκορομαχίες και τη διαστρέβλωση της αλήθειας στο θέμα της μεταφοράς των αποθεματικών. Η χώρα χρειάζεται όπλα ,για να σταθεί όρθια στη διαπραγμάτευση. Έχει ανάγκη από τη συμπαράταξη όλων, πέρα από κόμματα. Θα υπάρξει καιρός για κριτική. Αυτή τη στιγμή προέχει το μείζον.