Με τις προωθούμενες διατάξεις για την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταλύεται ευθέως η παρ. 2 του άρθρου 93 του Συντάγματος.
Ι. Στην παρ. 2 του άρθρου 23 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφαση του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων».
Η ανωτέρω διάταξη κατοχυρώνει την αξίωση του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης, τα Δικαστήρια. Τη σωστή λειτουργία των δικαστηρίων και την ακριβή εφαρμογή του νόμου που εγγυάται ο έλεγχος του έργου τους από την λαϊκή κυριαρχία και τη θέσπιση της Αρχής της δημοσιότητας.
Θεμελιώδη λοιπόν αρχή του Συντάγματος, αποτελεί η Αρχή της Δημοσιότητας, που όσον αφορά τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων των Δικαστηρίων, υφίσταται όταν:
Α) Επιτρέπεται σε καθέναν, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, η προσέλευση στο χώρο συνεδρίασης, στο ακροατήριο,
Β) Υπάρχει δημόσια ανάπτυξη της δίκης, των επιχειρημάτων των πλευρών και των εμμάρτυρων καταθέσεων και
Γ) Στη δημόσια απαγγελία της απόφασης.
Όλα τα Ελληνικά Συντάγματα κατοχυρώνουν τη δημοσιότητα της δίκης. Από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας, στο Νόμο της Επιδαύρου, στο άρθρο 140 του Συντάγματος της Τροιζήνας, στο άρθρο 289 του Σ. του 1832, στο άρθρ. 90 του Σ. του 1844, στα Συντάγματα του 1862, 1911, 1925, 1927, 1952.
Ακόμα και το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 δεν τόλμησε να καταργήσει τη δημοσιότητα της δίκης. Πρόσθεσε μόνο στις εξαιρέσεις: «όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι προς προστασίαν της οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής προσώπου» (αρθρ. 116 παρ. 2).
Η αρχή της δημοσιότητας ισχύει για όλα τα δικαστήρια, Πολιτικά, ποινικά, διοικητικά, ακόμα και τα στρατιωτικά. Αποτελεί θεμελιώδη δικονομική αρχή και σοβαρή εγγύηση για την ανεπηρέαστη απονομή της δικαιοσύνης, ενισχύοντας ταυτόχρονα το αίσθημα ευθύνης και την αμεροληψία των δικαστών και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο θεσμό και τα πρόσωπα που τον εκπροσωπούν.
ΙΙ. Στο άρθρο 113 του ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Οι συνεδριάσεις όλων των πολιτικών δικαστηρίων γίνονται δημόσια» και στο
Άρθρο 233 του αυτού Κώδικα κατοχυρώνεται η ακροαματική διαδικασία, στο οποίο ορίζεται ότι: «1. Η διαδικασία αρχίζει με την εκφώνηση από το δικαστή των υποθέσεων από το Πινάκιο με τη σειρά που είναι γραμμένες. Ο δικαστής διευθύνει τη Συζήτηση, δίνει το λόγο στα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτήν, τον αφαιρεί σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που τη ρυθμίζουν ή των οδηγιών του, εξετάζει τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους τους ,τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες, κηρύσσει τη Συζήτηση περατωμένη, όταν σύμφωνα με την κρίση του η υπόθεση διευκρινίστηκε όσο χρειάζεται και δημοσιεύει την απόφαση».
Ακροαματική είναι η διαδικασία με την οποία γίνεται διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο.
Η ακροαματική διαδικασία αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης καιτην πιο ουσιαστική έκφραση της συνταγματικής επιταγής να είναι δημόσιες οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου, όπωςαναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 93 του Συντάγματος του 1975. Είναι η μεγαλύτερη εγγύηση για τουςδιαδίκους και για τον δικαστή, αλλά και για όλους τους άλλους παράγοντες της δίκης.
Με την ακροαματικήδιαδικασία εξασφαλίζεταιη βοήθεια του λαϊκού αισθήματος της δικαιοσύνης σε μια τόσο δαρέχονται εγγυήσεις αμεροληψίας. Οι λεπτομέρειες της ακροαματικήςδιαδικασίας ρυθμίζονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στοκεφάλαιο «Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας». Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, οιδίκες γίνονται μπροστά σε ακροατήριο. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, τόσο η συζήτηση της υπόθεσης όσο και η απαγγελία της απόφασηςγίνονται δημόσια, μέσα σε ειδικές αίθουσες (καθορισμένες από πριν για κάθε είδος υπόθεσης), στις οποίεςεπιτρέπεται, και πρέπει να εξασφαλίζεται, η είσοδος σε όποιον επιθυμεί.
Σύμφωνα δε με τις προωθούμενες προς τροποποίηση διατάξεις, στο άρθρο 237 εδ. 5 της παρ. 4 ορίζεται ότι: «Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται. 5. Μετά τη συζήτηση αυτή εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. 6. Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο».
Με τη διάταξη αποκλείεται κατ’ αρχήν την εξέταση μαρτύρων, των διαδίκων και των πραγματογνωμόνων. Αρκείται στις ένορκες βεβαιώσεις, Είναι γνωστό, πώς δίδονται οι ένορκες βεβαιώσεις. Η αποδεικτική τους αξία είναι ελάχιστη έως μηδαμινή και στην πράξη καταργείται η ακροαματική διαδικασία και οι διασφαλίσεις του Συντάγματος για την αμεροληψία, το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τη λαϊκή κυριαρχία κατά ευθεία παραβίαση και καταστρατήγηση των Συνταγματικών διατάξεων. Ο δικαστής θα δικάζει με βάση τα δικόγραφα, τα έγγραφα που θα προσκομίζουν οι διάδικοι και τις ένορκες βεβαιώσεις, μόνος του χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και χωρίς μάρτυρες, που με τη «βάσανο» του ακροατηρίου, μπορεί ο δικαστής να οδηγηθεί στην διερεύνηση της αλήθειας.
Το ποια ανάγκη καλούνται να υπηρετήσουν οι άνω διατάξεις θα φανεί εκ των υστέρων. Το μόνο δε βέβαιο είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν επιταχύνουν την πρόοδο της δίκης, αφού, όπως προκύπτει από την άνω παρ. 6, στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εξέταση μαρτύρων θα διατάξει την επανάληψη της δίκης. Γεγονός που σημαίνει περισσότερο χρόνο, αγωνία, ταλαιπωρία για τους διαδίκους και φυσικά μεγαλύτερο κόστος. Άρα οι διατάξεις αυτές δεν τίθενται για την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν πιθανόν άλλες σκοπιμότητες, καταργώντας ένα προπύργιο της δημοκρατίας στο χώρο απονομής της δικαιοσύνης, που είναι το ακροατήριο.
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 93 του Σ: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», που σημαίνει πως, εάν παρά τη γενική κατακραυγή, ψηφιστούν από τη Βουλή των Ελλήνων και αποτελέσουν νόμο του κράτους οι άνω διατάξεις, θα βρουν αντίθετους τους δημοκράτες δικαστές, οι οποίοι θα τις κρίνουν ως αντισυνταγματικές και δεν θα τις εφαρμόσουν.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 120 του Συντάγματος, όλοι οι Έλληνες είμαστε υποχρεωμένοι με κάθε τρόπο να τηρούμε και να προστατεύουμε το Σύνταγμα.
Έτσι με την αποχή από τα καθήκοντά μας οι Δικηγόροι αντιστεκόμαστε στην κατάργηση θεμελιωδών Αρχών του Συντάγματος και περιορισμού της Δημοκρατίας και Λαϊκής Κυριαρχίας που εκφράζονται μέσα από τη δημοσιότητα και την ακροαματική διαδικασία και στα πολιτικά δικαστήρια.
Πρέβεζα 05 Δεκεμβρίου 2014
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΙΤΣΙΜΑ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ